-
1 εξέταση
[эксэтаси] ουσ. Θ. проверка, экзамен, рассмотрениеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξέταση
-
2 осмотр
осмотр м η εξέταση, η επιθεώρηση* медицинский \осмотр η ιατρική εξέταση· \осмотр багажа о τελωνειακός έλεγχος* * *мη εξέταση, η επιθεώρησηмедици́нский осмо́тр — η ιατρική εξέταση
осмо́тр багажа́ — ο τελωνειακός έλεγχος
-
3 рассмотрение
рассмотре||ниес ἡ ἔξέταση [-ις], ἡ μελέτη:представить дело на \рассмотрение ὑποβάλλω ζήτημα γιά ἐξέτασή при внимательном \рассмотрениении ὑστερα ἀπό προσεκτική ἐξέταση. -
4 экзамен
экзаменм ἡ ἐξέταση [-ις]:письменный \экзамен ἡ γραπτή ἐξέταση· устный \экзамен ἡ προφορική ἐξέταση· государственные \экзамены ἡ κρατικές ἐξετάσεις· конкурсный \экзамен ὁ διαγωνισμός· выдержать \экзамены πετυχαίνω στίς ἐξετάσεις· сдавать \экзамены δίνω ἐξετάσεις· провалиться на \экзаменах ἀποτυχαίνω στίς ἐξετάσεις. -
5 разбирательство
-а ουδ.εξέταση• έρευνα•разбирательство вопроса εξέταση του ζητήματος•
подробное λεπτομερής εξέταση.
(νομ.) διαδικασία. -
6 анализ
1. (метод исследования) η ανάλυση, η εξέταση 2. мед. η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > анализ
-
7 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
8 осмотр
1. (внимательное исследование) η επιθεώρηση, η εξέταση, ο έλεγχοςвыборочный - επιλεκτική -, δειγματοληπτική -периодический - περιοδική -, τρέχουσα -регулярный - см. периодический -2. мед. η ιατρική εξέταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осмотр
-
9 анализ
анализ м η ανάλυση \анализкрови (мочи ) η εξέταση του αίματος (των ούρων)* * *мη ανάλυσηана́лиз кро́ви (мочи́) — η εξέταση του αίματος (των ούρων)
-
10 врачебный
-
11 допрос
-
12 зачёт
зачёт м (в учебном заведении) η δοκιμασία, η εξέταση ( δίχως βαθμολόγηση) сдать \зачёты δίνω εξετάσεις* * *м( в учебном заведении) η δοκιμασία, η εξέταση (δίχως βαθμολόγηση) -
13 испытание
испытание с η δοκιμασία, η δοκιμή (проба ) η εξέταση (проверка, экзамен)* * *сδοκιμασία, η δοκιμή ( проба); η εξέταση (проверка, экзамен) -
14 исследование
исследование с 1) η έρευνα, η μελέτη η ανάλυση (анализ) \исследование крови η εξέταση του αίματος 2) (научный труд ) η μελέτη* * *с1) η έρευνα, η μελέτη; η ανάλυση ( анализ)иссле́дование кро́ви — η εξέταση του αίματος
2) ( научный труд) η μελέτη -
15 обсуждение
-
16 проверка
проверка ж η εξέταση, η εξακρίβωση· ο έλεγχος (документов)· \проверка паспортов о έλεγχος των διαβατηρίων* * *жη εξέταση, η εξακρίβωση; ο έλεγχος ( документов)прове́рка паспорто́в — ο έλεγχος των διαβατηρίων
-
17 экзамен
экзамен м η εξέταση (чаще мн. οι εξετάσεις); приёмные \экзамены οι εισαγωγικές εξετάσεις; выпускные \экзамены οι απολυτήριες εξετάσεις· сдавать \экзамен δίνω εξετάσεις* * *мη εξέταση (чаще мн. οι εξετάσεις)приёмные экза́мены — οι εισαγωγικές εξετάσεις
выпускны́е экза́мены — οι απολυτήριες εξετάσεις
сдава́ть экза́мен — δίνω εξετάσεις
-
18 допрос
допросм ἡ ἀνάκριση [-ις], ἡ ἐξέταση [-ις]:\допрос свидетелей ἡ ἐξέταση τῶν μαρ->ων перекрестный \допрос ἡ ἀντεξέταση, ἀνάκριση ὑπό τοῦ ἀντιδίκου· подвер-ь \допросу ἀνακρίνω, ὑποβάλλω σέ ἀνάίση. -
19 обсуждение
обсуждениес ἡ συζήτηση, ἡ ἐξέταση:предмет \обсуждениеия τό ἀντικείμενο συζήτησης· поставить на \обсуждение θέτω γιά συζήτηση· подвергать \обсуждениеию ὑποβάλλω σέ ἐξέταση· без \обсуждениеия ἀσυζητητί. -
20 освндетельствованне
освндетельствова||ннес ἡ ἐξέταση [-ις]:медицинское \освндетельствованне ἡ ἱατρική ἐξέταση· \освндетельствованне трупа мед. ἡ νεκροψία.
См. также в других словарях:
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
εξέταση — η 1. λεπτομερειακή έρευνα, μελέτη, έλεγχος, εξακρίβωση. 2. ανάκριση, κατάθεση μάρτυρα ή διαδίκου. 3. συνήθ. στον πληθ., εξετάσεις γραπτή ή προφορική δοκιμασία για εξακρίβωση των γνώσεων ατόμων που κρίνονται. 4. (ιατρ.), το σύνολο των μεθόδων που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξετάσῃ — ἐξετάσηι , ἐξέτασις close examination fem dat sg (epic) ἐξετάζω examine well aor subj mid 2nd sg ἐξετάζω examine well aor subj act 3rd sg ἐξετάζω examine well fut ind mid 2nd sg ἐξετάζω examine well aor subj mid 2nd sg ἐξετάζω examine well aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… … Dictionary of Greek
ηχοκαρδιογραφία — Εξέταση που χρησιμοποιεί τους υπερήχους (συχνότητας μεγαλύτερης των 20 kHz που δεν γίνονται αντιληπτοί από τον άνθρωπο), οι οποίοι επιτρέπουν στον γιατρό να σχηματίζει εικόνα της εσωτερικής δομής της καρδιάς και των κινήσεών της. Ένα εξάρτημα που … Dictionary of Greek
κολποσκόπηση — Εξέταση του τραχήλου της μήτρας με οπτική συσκευή, εφοδιασμένη με ισχυρό φωτισμό και μεγεθυντικούς φακούς. Η κ. πραγματοποιείται με την εισαγωγή στον κόλπο ενός ειδικού οργάνου που διαστέλλει τα τοιχώματά του, επιτρέποντας έτσι την εξέταση του… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονυσταγμογράφημα — Εξέταση που εντοπίζει και μετρά τον νυσταγμό, καταγράφοντας τις ηλεκτρικές μεταβολές που προκαλεί η κίνηση των ματιών, με τη βοήθεια ηλεκτροδίων τα οποία προσκολλώνται στο δέρμα, κοντά στα μάτια. Ο νυσταγμός είναι μια αντανακλαστική κυκλική,… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek